Διαμαντένιες καβάτζες

0
Διαμαντένιες καβάτζες

Όταν οι Θεοί αποφάσισαν να ξεκαβαλικέψουν τα άτια τους από τη βόλτα στην εξοχή, ήρθε εκείνη η μέρα που οι περισσότεροι βρέθηκαν σε υπέρμετρο καθεστώς ανασφάλειας. Για το βάδισμά τους, που είναι, πια, ασταθές, για το βλέμμα τους, που έγινε απλανές, για τις αισθήσεις τους, που δεν ανταποκρίνονται πλήρως στη ζωή πέρα από τις βαριές πέτρες της χρεωκοπίας, που σαν μπάλες από κανόνια σβουρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους.

Για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να ζήσω μία μέρα στην ιστορία αυτού του τόπου που θα είναι όλοι έξω. Δεν θα δουλεύει καμία υπηρεσία, διότι το κατόρθωμα θα είναι ότι όλοι θα λογίζονται ζημιωμένοι και αυτή η ζημία θα φέρει θυμό. Από τις προηγούμενες φορές που η φτώχια κατατρόπωσε την Ελλάδα- και που αντικειμενικά υπήρξαν πολύ χειρότερες από την τωρινή- η διαφορά είναι η εξής: θα πρόκειται για ένα φαρδύπλατο χνάρι πάνω στο όρθιο κορμί της φραγκοκρατορίας, ακροβασία χωρίς σκοινιά στην πιο μεγάλη και ελάχιστα ελληνική οροσειρά του κοινωνικού κόσμου.

Θαρρώ πως είναι επικίνδυνες οι μεγαλοστομίες, αλλά έπρεπε να περάσουν λίγο τα χρόνια και οι σφαίρες των λόγων μου να τρυπήσουν τα ρούχα μου. Ευτυχώς καμία δεν με βρήκε στην καρδιά, διότι όσο εύστοχη ήταν η σφαίρα άλλο τόσο άστοχος ήμουν εδώ που νόμιζα ότι πήγα κατά πάνω της ενώ εκείνη ερχόταν κατευθείαν στην καρδιά μου. Φοβόμουν τόσο πολύ μην αστοχήσει που τελικώς αστόχησε. Νομίζω ότι απ’ όλα τα πράγματα που έχουν γίνει, αυτό που πρέπει να φοβάσαι περισσότερο είναι η τιμωρία και η κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας. Επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, με τόση συνέπεια και ακρίβεια, που ακόμα και η μεγαλοστομία έχει μοιάζει να έχει γλώσσες που έχουν προσβληθεί από Πάρκινσον, αν και είναι μεγαλύτερες από κορμιά. Τα όνειρα του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να αφορούν τον ίδιο και να λογίζονται ως όνειρα: ακόμα και αν είναι αγνά σαν το γάλα της αγελάδας, πρέπει να υπάγονται στους κομήτες των φιλοδοξιών, οι οποίες έχουν την εγκληματική υπόσταση του να λαμβάνεις τον εαυτό σου πολύ στα σοβαρά. Τα όνειρα αφορούν στις παρέες, διότι η μοναξιά είναι για τους περισσότερους ένα σκηνικό ασφυκτικό, ακόμα και αν η διαδρομή που ακολουθήθηκε για να προκύψει δεν είναι τύχη, παρά επιλογή.

Αλλά σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα κάνει τα δικά της όνειρα στους δρόμους. Είναι φιλοδοξία, επί προκειμένου ουτοπική, ενός ιστορικού ενεστώτα, ο ισχυρισμός που σταμάτησε να αποδίδεται πια- τώρα που είμαστε καταβεβλημένοι Αμερικανοί, αλλά φωνάζουμε και βρίζουμε ως Έλληνες- το τελάλισμα, ότι είμαστε οι κοινωνοί ενός αρχαίου πολιτισμού θαυμαστού, που η δική του γλώσσα ανάγεται πια ως αγαθό στους επιστήμονες, ακόμα και για την αποκωδικοποίηση του DNA. Όχι επειδή επί του πρακτέου δεν είμαστε, αλλά επειδή δεν χρειάζεται να φθάνουμε τόσο μακριά ώστε να βρούμε τις πολιτιστικές ρίζες, που παρασάγγας απέχουν από την κοινότητα των φραγκιάδων. Είμαστε εκείνοι που στα μεγάλα ραντεβού δεν είναι κομψοί, γιατί η άνοιξη ποτέ δεν ήταν κομψή μαζί μας, όταν εξαπέλυε τις υποθέσεις μας και που το πρώτο πιστόλι εμφανίστηκε πρώτα σε αμερικανική ταινία και έπειτα ήρθε στα μέρη μας. Τα παιδιά του Περικλή Γιαννόπουλου, του Απολλώνιου, οι Παναγιωτάκηδες του Νίκου Καζαντζάκη και οι αλαφροΐσκιωτοι του Άγγελου Σικελιανού. Ίωνες σε δωρικό ρυθμό. Εκείνοι που καλύτερα από οπουδήποτε αλλού περνάμε σε τσιπουράδικο και που αν δεν έχουμε κάνει μία βόλτα τη νύχτα αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε ζήσει μία ολόκληρη μέρα.

Οι Διόνυσοι, που ξετσίπωτοι και ημίγυμνοι, πάμφτωχοι αλλά ακαταδίκαστοι, θα βγούμε έξω στον δρόμο και την ώρα που οι «ζωές μας θα χάνονται», θα κοιτάζουμε ψηλά το φως, θα μετράμε ως το τρία και θα κλείνουμε τα μάτια. Για να μην τυφλωθούμε.

Όπως τότε, που έκλεινε η εφημερίδα σε αυτήν την ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη και μετά προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε την καταστροφή, αλλά δεν τα καταφέραμε, γιατί δεν υπήρχε. Γιατί ο χορός είχε στηθεί.

Όπως τότε, στα Εξάρχεια, που η Κατερίνα στην κοινότυπη ερώτηση για το αν γίνεται να φέρεις παιδί στον κόσμο, σε αυτές τις δύσκολες εποχές, έδωσε την εκπληκτική απάντηση, «δεν έχει σημασία, και στον πόλεμο γεννιόντουσαν παιδιά».

Είμαστε ένας Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που ψάχνει τη Χώρα του Ποτέ, και μόνος του ναρκισσεύεται, απειλούμενος από μία επικείμενη καταστροφή που ο ίδιος την έχει χρεώσει στον εαυτό του ως τη μεγαλύτερη που έχει συμβεί. Αλλά βέβαια δεν έχει βρεθεί ποτέ κρεμασμένος σαν σταφίδα μέσα σε ένα γεμάτο λεωφορείο, εν μέσω εμφυλίου, για να πει «ευχαριστώ» που πάει για μπάνιο, συναντώντας ελάχιστα αμάξια στον δρόμο, επειδή ήταν είδη προς πολυτέλεια και απλώς διαμαρτύρεται, επειδή η βενζίνη ήταν ακριβή.

Είμαστε εκείνη η κοινωνία, η συμπαγής και ακέραιη, πίσω από τη χάρτινη που νομίζουμε ότι είμαστε. Οι καταγραφείς ηρώων και ρουφιάνων, την ίδια στιγμή, έτσι για πλάκα, οι ίδιοι ήρωες των ακατάληπτων ανδραγαθημάτων και ρουφιάνοι από ξεκάθαρη μικροπρέπεια.

Έχουμε τις δικές μας διαμαντένιες καβάτζες. Το ακόλαστο. Την ηδονή. Τις ελληνικές επιρροές. Που φύγαμε από τη δική μας μεγάλη ελληνική πόλη, για να πάμε να μείνουμε στο μικρό ευρωπαϊκό χωριό μας. Και αποκεντρωθήκαμε.

Λευτέρης Ελευθερίου 

About author

No comments

 

esthetic

By continuing to use the site, you agree to the use of cookies. more information

The cookie settings on this website are set to "allow cookies" to give you the best browsing experience possible. If you continue to use this website without changing your cookie settings or you click "Accept" below then you are consenting to this.

Close