Πέρασαν 85 χρόνια από τότε που δημιουργήθηκαν τα τσιγάρα Sante, που απεικόνιζαν μια Μόνα Λίζα της νικοτίνης
Στην ηθογραφία της ελληνικότητας διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο, δημιούργησαν το στυλ του καπνιστή που έχουμε στο μυαλό ως… φουμαδόρο. Είναι μέσα από τους καπνούς που διακρίνεις τη μοναξιά, τον άνδρα τον πολλά βαρύ με το άφιλτρο τσιγάρο. Τα Sante, με το s αντεστραμμένο, αποσύρονται από την αγορά. Κι έτσι, το χαρακτηριστικό πακέτο με την ξανθιά κοπέλα που κρατάει ευτυχής το τσιγάρο στο χέρι της – μια Μόνα Λίζα της νικοτίνης – είναι έτοιμο να περάσει στη λήθη.
Βεβαίως, το όποιο πένθος είναι συμβολικό: αν τα Sante αποχωρούσαν χωρίς να ανακοινωνόταν, πάλι η εικόνα του πακέτου θα έπαιζε τον ίδιο ρόλο που έχει και τώρα: της πολιτιστικής διάστασης.
Εξάλλου, η παραδοξότητα του ίδιου του τσιγάρου είναι η λεκτική ρίζα του: προέρχεται το όνομά του από τη λέξη Sanitas, που σημαίνει υγεία.
Για δεκαετίες το τσιγάρο πλασαρόταν ως κάτι που ωφελεί την υγεία.
Η παραπομπή σε μία εποχή που ο Μ. Καραγάτσης σκιαγραφεί καλύτερα από τον καθένα στο «10», μοιάζει με ένα τέκνο χωρίς χρονική σαφήνεια. Εκτείνεται από τον Μεσοπόλεμο ως τα τέλη του εμφυλίου. Και στο πακέτο των Sante στέκει μία Μόνα Λίζα της νικοτίνης, που στους ερωτικούς θρύλους θα περάσει ως κάτι μυστηριώδες, μαζί με την Τερέζα, η οποία κάποτε στο Παρίσι πόζαρε για τον Πάμπλο Πικάσο, ερωτεύθηκε ως τα τρίσβαθα τον ασυρματιστή και σπουδαίο αυτοκαταστροφικό συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ και υπήρξε ερωμένη του Μπενίτο Μουσολίνι.
Και μπορεί η Ζωζώ Νταλμάς, σε αντίθεση με την Τερέζα, ένα όνομα που δεν είναι πραγματικό, να μη βρήκε το… (Φρέντυ) Γερμανό της, ώστε να δώσει μία μυθοπλαστική διάσταση στην ιστορία της, αλλά σε αυτήν την περίπτωση η ζωή είναι που μιμείται την ερωτική τέχνη: δεν μπορούν, άλλωστε, πολλές Ελληνίδες να διατείνονται ότι υπήρξαν ερωμένες του ιδιοφυή, ακόμα κι αν μας πληγώνει, πολιτικού Κεμάλ Ατατούρκ, του εγγονού της κυρα-Μαρίας από τα Γιάννενα.
Πέρα και πάνω από όλα, άλλωστε, είναι το στυλ που αφήνεις πίσω, για αυτόν το λόγο και ο τρόπος που η Ζωζώ έριξε στα πατώματα τον Κεμάλ πρέπει να αναφερθεί, αν μη τι άλλο για να αναβιώσει κάποιος μέσω μίας αίσθησης ανείπωτης, σε αυτήν την καλλιτέχνιδα-σουφραζέτα, το στυλ της γυναίκας-ντίβα.
Η ηθοποιός, τραγουδίστρια και χορεύτρια Ζωζώ γνώρισε τον Κεμάλ στο μαγαζί που εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρά του. Ο Ατατούρκ θαμπώθηκε και την κάλεσε στο τραπέζι του. Οι δυο τους έφυγαν μαζί, πολύ αργά τη νύχτα, από άκρου εις άκρον του κόσμου οι κόκορες ετοιμάζονταν να αναγγείλλουν τον ερχομό της νέας μέρας. Ούτε μετά τα ιδρωμένα σεντόνια παράτησε τη συνήθειά του ο Πρόεδρος της Τουρκίας και στις 6:30 ήταν ξύπνιος. Η Ζωζώ κοιμήθηκε, αλλά μόλις ξύπνησε την περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη. Ο Κεμάλ της είχε αφήσει ένα μεγάλο τούρκικο χαρτονόμισμα, της τάξεως των 1.000 λιρών, για να την ευχαριστήσει «διά τις καλές υπηρεσίες της», όπως έλεγε το σημείωμα. Η αρτίστα έγινε έξαλλη. Θέλησε να σκίσει το χαρτονόμισμα, αλλά είδε στο κέντρο του το πρόσωπο του Κεμάλ. Πήρε ένα ψαλίδι, λοιπόν και έκοψε μόνο το πορτρέτο, το οποίο και κράτησε. Στο δικό της σημείωμα, έγραψε: «Από αυτό που μου αφήσατε, πήρα μόνο αυτό που μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω, γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο». Όταν ο Κεμάλ επέστρεψε, του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Έστειλε λουλούδια και ένα κόσμημα στο θέατρο. Επεστράφησαν. Όλες οι απόπειρες των δώρων που έστελνε εκείνες τις πρώτες μέρες από την ψυχρολουσία, ήταν αποτυχημένες.
Κάποια στιγμή, η Ζωζώ θεώρησε ότι ο Κεμάλ πήρε το μάθημά του. Τον δέχθηκε. Σε συνέντευξή της το 1962 εξομολογήθηκε ότι ο Ατατούρκ της είχε πει ότι θαυμάζει περισσότερο τους Έλληνες, ενώ περιέγραψε τι είχε πει στον Κεμάλ: «“Άσ’ τα μπαμπά”, του έλεγα ειρωνικά, “το θες ή δεν το θες, είσαι Ρωμιός! Από πού ήταν η γιαγιά σου; Δεν ήταν η κυρα-Μαρία από τα Γιάννενα; Ύστερα… τούρκεψες, μπαμπά”! Κι αυτός χαχάνιζε, χτυπιόταν, άρπαζε ένα μπουκάλι με ρακή, έπινε στην υγειά μου και στην… ελληνοτουρκική φιλία». Το γεγονός ότι ήταν η ερωμένη του, δεν την εμπόδιζε να συναντιέται με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Και το επιχείρημα της Κωνσταντινουπολίτισσας Ζωζώς ήταν αφοπλιστικό: «Κατάσκοπος δεν ήμουνα, Ελληνίδα ήμουνα».
Αυτό είναι το πρόσωπο που πέρασαν στο παρελθόν οι μεγάλες βιομηχανίες «αμερικάνικων» – όπως τα έλεγαν – και άλλων ημεδαπών τσιγάρων.
Σιγά σιγά, ίσα ίσα για να εντυπωθεί το πρόσωπό της στις μνήμες μας και να αποκτήσει, τώρα πια, μουσειακό χαρακτήρα.
No comments