Το παιχνίδι αποτελεί το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο μέρος της ζωής του παιδιού, διεξάγεται με σκοπό την ψυχαγωγία του ή ασκείται σαν εκπαιδευτικό εργαλείο . Από καταβολής κόσμου οι έννοιες παιχνίδι και παιδί είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, καθιστώντας αδύνατη, έως και αδιανόητη την ύπαρξη του ενός δίχως του άλλου.
Η έννοια καθώς και η εμφάνιση του παιχνιδιού τοποθετούν τις ρίζες τους βαθιά στην αρχαιότητα και παρατηρούνται σε όλους τους πολιτισμούς. Τα παιχνίδια , μάλιστα, μαρτυρούν την ύπαρξη τους από το 2600 π.Χ..
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στο ρόλο του παιχνιδιού και το θεωρούσαν μεγάλο αγαθό. Αναγνώρισαν την αξία των ομαδικών παιχνιδιών και τα ενέταξαν στο πρόγραμμα αγωγής των παιδιών.
Ομαδικά παιχνίδια, όπως η ακινητίνδα (τα σημερινά αγαλματάκια), η φυγίνδα(το σημερινό κρυφτό), το σημερινό σχοινάκι παίζονταν σε αυλές, σε δρόμους και σε αγρούς.
Επιτραπέζια παιχνίδια κάνουν την εμφάνισή τους ακόμη από την αρχαιότητα, ενώ υπάρχουν και τα ατομικά παιχνίδια(αλογάκια, στεφάνια, εργαλεία κ.α) ή επονομαζόμενα αλλιώς αθύρματα. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, το παιχνίδι είχε πολεμική μορφή, μιας και απέβλεπε στην προετοιμασία δυνατών και γενναίων στρατιωτών.
Συναντάται κυρίως με τη μορφή των μονομαχιών και των ιπποδρομιών, αν και τα παιδιά των Ρωμαίων έπαιζαν επίσης με παιχνίδια όπως κούκλες, σφαίρες, στεφάνια κλπ. Στη Βυζαντινή εποχή, παρουσιάζονται λιγοστές πληροφορίες και πηγές για την ύπαρξη του παιχνιδιού.
Τα περισσότερα παιχνίδια ήταν μιμητικά και λιγότερο δρομικά και παλαιστικά, ενώ τα ομαδικά και ατομικά παιχνίδια εμφανίζονται με την ίδια μορφή που υπήρξαν και στην αρχαία Ελλάδα.
Οι Βυζαντινοί έπαιζαν πολλά παιχνίδια(κουτσό, κονταρομαχίες, σβούρα, σφυρίχτρα κ.α), ορισμένα από τα οποία εξακολουθούν να παίζονται και σήμερα στον Ελλαδικό χώρο, ενώ παράλληλα η βιοτεχνία παιχνιδιών αντικειμένων γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στο Βυζάντιο. Στα χρόνια του Μεσαίωνα που ακολούθησαν το παιχνίδι θεωρήθηκε ανώφελο, ασεβής δραστηριότητα και πηγή ανηθικότητας, χάνοντας έτσι την παιδαγωγική του αξία και υπονομεύοντας την ύπαρξη του.
Στην Αναγέννηση το παιχνίδι ξαναμπήκε στη ζωή των ανθρώπων, διότι η αξία του θεωρήθηκε σημαντική για την ψυχική και σωματική ανάπτυξη του παιδιού.
Στην υποδουλωμένη από τους Τούρκους Ελλάδα, τα περισσότερα ατομικά παιχνίδια κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους γονείς με λιγοστά υλικά (π.χ κούκλες από άχυρο ή κουρέλια) και τα ομαδικά παιχνίδια(πετροπόλεμος, ραβδομαχία, κ.α) αποσκοπούσαν κυρίως στο να καλλιεργήσουν την αντοχή και τη δύναμη των νέων. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό των παιχνιδιών της εποχής αποτελεί ο συμβολικός χαρακτήρας τους, που στόχευε στην εμψύχωση του έθνους κατά του τούρκικου ζυγού.
Στα χρόνια που ακολουθούν το παιχνίδι στην Ελλάδα εξελίσσεται και μορφοποιείται βάση των τάσεων της παγκοσμιοποίησης και της βιομηχανοποίησης. Στη σημερινή εποχή το παιχνίδι έχει πάψει να υπάρχει με την μορφή που σκιαγραφείται στο πέρασμα των αιώνων.
Απεναντίας έχει κάνει την εμφάνιση του μια νέα γενιά παιχνιδιών (ηλεκτρονικά παιχνίδια, βιντεοπαιχνίδια κ.α) άκρως τεχνοκρατική και βιομηχανική που συμβαδίζει με τις νέες τάσεις της μόδας, εκείνες τις τάσεις της απομόνωσης, της ατομίκευσης, της μη κοινωνικοποίησης του παιδιού. Λίγες είναι οι περιπτώσεις των παιχνιδιών της δεκαετίας του 90(κρυφτό, κυνηγητό, μπάλα, κ.α) που συνεχίζουν να υπάρχουν σε ελάχιστα χωριά. Τα σημερινά παιδιά τείνουν να παίζουν σε ατομικό επίπεδο με έναν τρόπο ασυνήθιστο, απόμακρο, κάνοντας το παιχνίδι να χάνει την αξία της εμφάνισης του που στοχεύει στην ομαδικότητα, στην αλληλεπίδραση, στην κοινωνική χαρά.
Το συγκεκριμένο αυτό σημείο κρίνει και την παρέμβαση του τομέα της εκπαίδευσης ιδιαίτερα σημαντική. Το παιχνίδι αποτελεί καθαρά ένα παιδαγωγικό εργαλείο με θετικές μονάχα επιπτώσεις στην ανατροφή του παιδιού. Απαιτεί δράση, σκέψη και συμμετοχή, στοιχεία που ενισχύουν το παιδί στο να εκφράσει την περιέργειά του, τη γνώμη του. Βοηθά στην πνευματική καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης, της αλληλοεκτίμησης, της συλλογικότητας, του αλληλοσεβασμού. Ενθαρρύνει την κοινωνικοποίησή του, ενώ το αποδεσμεύει από εγωκεντρικά και βίαια συναισθήματα.
Το παιχνίδι αποτελεί ένα παιδαγωγικό εργαλείο, με ουσιαστική συμβολή στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, το οποίο μπορεί να εναρμονιστεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και να αξιοποιηθεί ως διδακτική τεχνική από τον εκάστοτε εκπαιδευτικό.
Ας μην ξεχάσουμε τη γλυκιά κούραση που νιώσαμε παίζοντας σε μια αλάνα κρυφτό! Ας μην ξεχάσουμε τον χαρούμενο πόλεμο των «μήλων»! Ας μην ξεχάσουμε την αναστάτωση μιας παντομίμας! Ας μην ξεχάσουμε να το μάθουν και τα σημερινά παιδιά!
Κατσαρού Μαριάννα
Εκπαιδευτικός ,Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης